Στα ίχνη του ημεροδρόμου του Σπύρου Γκαραβέλλα – Στείλε μας τη δική σου ιστορία στο info@runningmagazine.gr
Όπως προσέρχονται οι πιστοί κάθε χρόνο σε κάποιο ιερό προσκύνημα, έτσι και οι δρομείς μεγάλων αποστάσεων συμμετέχουν στο μεγαλύτερο ετήσιο δρομικό γεγονός της χώρας μας, το μαραθώνιο των Αθηνών ή Αυθεντικό Μαραθώνιο όπως μετονομάστηκε φέτος, λόγω της «αυθεντικής» διαδρομής από το Μαραθώνα μέχρι το Παναθηναϊκό Στάδιο. Στη γραμμή της αφετηρίας στάθηκαν πάνω από 11.000 δρομείς, ενώ τερμάτισαν περίπου 10.500. Ο συγκεκριμένος αγώνας των 42.195 μ. είναι από τους πιο δύσκολους λόγω της θετικής υψομετρικής διαφοράς των περίπου 250 μ. Συγκεκριμένα, για 12 χλμ από τη διασταύρωση της Ραφήνας μέχρι το Σταυρό της Αγίας Παρασκευής ο δρόμος είναι μια ατελείωτη ανηφόρα, που γίνεται πιο έντονη, άρα και πιο επίπονη, για τους δρομείς στο τέλος της.
Σαν πιστός κι εγώ των αγώνων μεγάλων αποστάσεων δήλωσα φέτος συμμετοχή με τα χρώματα του συλλόγου μου, του ΣΕΟ Κοζάνης. Θα έτρεχα μαραθώνιο για 2η φορά. Η πρώτη ήταν το 2012, ενώ το 2013 κατά τη διάρκεια της προετοιμασίας μου για το μαραθώνιο της Θεσσαλονίκης ένας τραυματισμός λόγω λάθους στην προπόνηση, με υποχρέωσε να κάνω θεραπεία για περισσότερους από 3 μήνες, χάνοντας έτσι όλους τους μαραθωνίους εκείνης της χρονιάς.
Έφτασα στην Αθήνα παρέα με 2 καλούς φίλους συναθλητές, τον Κώστα και το Νίκο, από την Παρασκευή, προκειμένου να προσαρμοστώ πιο εύκολα για τον αγώνα της Κυριακής και φυσικά να δω τους δικούς μου. Η συναναστροφή με αγαπημένα πρόσωπα βοηθάει στην καλή ψυχολογία η οποία είναι βασικός παράγοντας όπως και η διατροφή, δεδομένης της σκληρής κι επίπονης προπόνησης, για να πετύχει κάποιος το στόχο του. Κατευθυνθήκαμε προς το γήπεδο του Τάε Κβο Nτο στο Φάληρο για να παραλάβουμε τα νούμερά μας.
Πανζουρλισμός επικρατούσε στην έκθεση με τους εθελοντές να δίνουν τον καλύτερό τους εαυτό. Φώτα, μουσική, χαμόγελα, ενθουσιασμός, συναντήσεις με φίλους και γνωστούς. Πήραμε μια πρώτη γεύση της γιορτής της πόλης. Αναμνηστικές φωτογραφίες μπροστά από τον χάρτη της διαδρομής αρχικά κι ακολούθησε περιήγηση στα περίπτερα των εταιρειών αθλητικών ειδών και συμπληρωμάτων διατροφής, όπου και είδαμε τα νέα προϊόντα τους. Λίγο πριν κλείσει η έκθεση αποχαιρέτησα τα παιδιά και πήγα στους δικούς μου.
Το Σάββατο πέρασε κάνοντας βόλτες με τον πατέρα μου και παίζοντας για πρώτη φορά KΙNΟ και στοίχημα για να ξεφύγει το μυαλό μου από τον αγώνα. Έκατσα στο πρακτορείο περίπου 2 ώρες κι απόρησα που υπάρχουν νέοι οι οποίοι ξημεροβραδιάζονται εκεί μέσα, κάθε μέρα μετά τη δουλειά ή όλο το Σαββατοκύριακο, αν κατάλαβα καλά. Το απόγευμα επέστρεψα στο σπίτι και πέρασα το χρόνο μου κουβεντιάζοντας με τους δικούς μου, μέχρι να πάω για ύπνο.
Έχω μάθει κάθε φορά που κάνω κάτι, να βάζω συγκεκριμένους στόχους με συγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα κι ο μαραθώνιος δεν θα μπορούσε να αποτελεί εξαίρεση.
Στόχος σε ένα μαραθώνιο για έναν ερασιτέχνη, μπορεί να αποτελεί ο τερματισμός. Ποιος άλλωστε θα ισχυριστεί ότι ο τερματισμός σε μαραθώνιο δεν είναι κατόρθωμα;
Για κάποιον άλλο μια επίδοση κάτω από 4 ώρες αποδεικνύει ότι διαθέτει πάρα πολύ καλή φυσική κατάσταση. Όσες γυναίκες μάλιστα επιτύχουν μια τέτοια επίδοση αναγράφονται στη λίστα των καλύτερων μαραθωνοδρόμων της χώρας μας.
Οι 3:30 ώρες σηματοδοτούν τη μετάβαση του δρομέα στους καλούς και γρήγορους αθλητές. Για να γίνει πιο κατανοητό στον αδαή, μια επίδοση στο 3:30 σημαίνει ότι ο δρομέας τρέχει για λίγο πάνω από 105 γύρους στο γήπεδο με ρυθμό 2′ ανά γύρο ασταμάτητα. (Πόσοι άραγε μπορούν να τρέξουν έστω κι έναν γύρο σε 2′, όχι 105 και κάτι κι από μια άλλη σκοπιά πόσους γύρους μπορεί να τρέξει ή ακόμη και να περπατήσει ένας μέσος άνθρωπος ασταμάτητα…)
Το φράγμα των 3 ωρών αποτελεί ένα μεγαλεπήβολο στόχο για κάθε ερασιτέχνη. Όποιος άνδρας το σπάσει, το όνομά του αναγράφεται στη λίστα των καλύτερων δρομέων της χρονιάς για τη χώρα μας, ενώ ενδεικτικά από το «αδύναμο» φύλο της χώρας μας μόλις τέσσερις τα κατάφεραν φέτος στην Αθήνα. Κάθε χρόνος πιο κάτω αφορά τους επαγγελματίες του είδους και ελάχιστους ερασιτέχνες που χαίρουν του θαυμασμού και της εκτίμησης όλων των υπολοίπων. Να αναφέρω επίσης ότι το παγκόσμιο ρεκόρ είναι 2:02:57 για τους άνδρες και 2:15:25 για τις γυναίκες, ενώ τα πανελλήνια ρεκόρ είναι 2:12:04 και 2:33:40. αντίστοιχα.
Βάζοντας λοιπόν τον εαυτό μου στη διαδικασία της στοχοποίησης αγχώθηκα πολύ και δεν ευχαριστήθηκα ούτε τον αγώνα, ούτε τη διαμονή μου στην Αθήνα…
Έφτασε η Κυριακή το πρωί, για την ακρίβεια αρκετά πριν χαράξει. Τα λεωφορεία που θα μετέφεραν τους αθλητές μέχρι το Μαραθώνα αναχωρούσαν από την Πλατεία Συντάγματος κι άλλα 3 σημεία από τις 5:30 μέχρι τις 6:45, δεδομένου ότι ο αγώνας ξεκινούσε στις 9:00 και στις 8:00 έπρεπε να είμαστε εκεί. Λίγες οι ώρες του ύπνου, αλλά για όσους έχουν στόχο το άγχος δεν επιτρέπει περισσότερο. Για τους επαρχιώτες επίσης η αίσθηση του χρόνου και των αποστάσεων στην Αθήνα είναι εντελώς διαφορετική από ότι στην πόλη που διαμένουν, οπότε είναι απαραίτητο να υπάρχουν χρονικά περιθώρια.
Έτσι λοιπόν εγερτήριο στις 4:30 για να προλάβω. Φρεσκάρισμα και το πρωινό γεύμα ακολούθησαν. Η τσάντα ήταν έτοιμη αποβραδίς και η προετοιμασία για να ντυθώ ήταν σαν ιεροτελεστία. Πρώτα το λευκοπλάστ στο στήθος για να μην τρέξει αίμα αργότερα από την τριβή, έπειτα το φρεσκοπλυμένο σορτσάκι και η καινούργια τεχνική μπλούζα, οι κάλτσες που, λόγω της κατασκευής τους, φοριούνται πιο δύσκολα και τα παπούτσια ένα-ένα προσεκτικά σφιγμένα. Τα δάκτυλα των ποδιών πρέπει να είναι προστατευμένα καθώς τίποτα δεν πρέπει να πιέζεται υπερβολικά, για να μην γίνει το κάθε βήμα μέσα στον αγώνα εφιάλτης. Στο τέλος το φουλάρι στο λαιμό για να μην κρυώσω από την πρωινή υγρασία, κι από πάνω το αντιανεμικό που αγόρασα από τον αγώνα της Θεσσαλονίκης πριν ένα μήνα, για να φαίνεται ότι τρέχω σε αγώνες.
Στις 5:30 βρισκόμουν στον ηλεκτρικό. Σκοτάδι παντού και λίγοι αγουροξυπνημένοι -εργαζόμενοι υποθέτω – στέκονταν δίπλα μου περιμένοντας το τρένο. «Κυριακή και να ξυπνάς τόσο νωρίς για δουλειά δεν είναι ότι καλύτερο», σκεφτόμουν, καθώς τους παρατηρούσα. Μόλις ο συρμός ξεπρόβαλε μέσα από τη σήραγγα θυμήθηκα την κόρη μου, την Κατιάννα, που, όταν ήταν νήπιο, μου έλεγε ότι ήρθε το φως μέσα από το σκοτάδι. Έσκασα ένα χαμόγελο νιώθοντας ότι η οικογένειά μου είναι δίπλα μου στηρίζοντάς με και σε αυτή μου την τρέλα.
Στο σταθμό της Βικτώριας η αποβάθρα προς την Ομόνοια ήταν γεμάτη με χαμογελαστούς νέους, σωματικά και ψυχικά, ξένοι οι περισσότεροι, με τη χαρακτηριστική μπλε τσάντα του αγώνα στον ώμο. Από απέναντι μια ομάδα πάλι νέων ως επί το πλείστον ξενύχτηδων που πιθανώς πήγαιναν για ύπνο μετά από την έξοδο του Σαββατόβραδου. Η αντίθεση ήταν ολοφάνερη και το μυαλό μου αστραπιαία ανακάλεσε εικόνες από το φοιτητικό μου παρελθόν. Οι εποχές εκείνες τώρα πια έχουν περάσει ανεπιστρεπτί…
Στην Ομόνοια αποβιβαστήκαμε και κινηθήκαμε προς τη γραμμή του μετρό που κατευθύνεται προς το Σύνταγμα. Η λαοθάλασσα ολοένα και μεγάλωνε. Ανεβαίνοντας την κυλιόμενη σκάλα που οδηγεί στην πλατεία Συντάγματος αντίκρισα εκατοντάδες κόσμου έτοιμους να επιβιβαστούν στα λεωφορεία που περίμεναν το ένα πίσω από το άλλο και η ουρά τους έφτανε μέχρι το Ζάππειο. «Μαράσλειος Σχολή» έγραφε το δικό μου με τον οδηγό, όταν ξεκινήσαμε, να προσπαθεί να σπάσει το προσωπικό του ρεκόρ στη διαδρομή Σύνταγμα-Μαραθώνας. Μετά την Παλλήνη άρχισε να ξεπροβάλλει ο ήλιος μέσα από τη θάλασσα και αντιθέτως με τις μετεωρολογικές προβλέψεις των προηγούμενων ημερών ο ουρανός είχε ελάχιστα σύννεφα.
Η Αττική γη είναι ένας παράδεισος επί γης. Ελαιώνες, πεύκα, ήρεμη θάλασσα, εξαιρετικό κλίμα και πολλοί οικισμοί. Το βλέμμα μου ήταν κολλημένο σε κάποιες συστάδες δέντρων που έχουν απομείνει και το πρωινό αχνό φως τόνιζε το σχήμα τους εξαφανίζοντας τις λεπτομέρειες και κάνοντας τη φαντασία να ταξιδεύει. Την κορυφή της Πεντέλης κάλυπτε ένα μεγάλο σύννεφο και το μυαλό μου πέταξε μέχρι το Στεφάνι του Ολύμπου για λίγο. «Άντε να τελειώνω με τον αγώνα για να επιστρέψω στις κορυφές», σκέφτηκα.
Αν και είχα ξανακάνει τη διαδρομή, όση ώρα κατηφόριζε το λεωφορείο περνώντας το Πικέρμι προς τη διασταύρωση της Ραφήνας ένας κόμπος μου έσφιγγε το λαιμό. Πώς θα τα κατάφερνα να ανέβω αυτή την ανηφόρα, όπως είχα υπολογίσει;
Στις 7:15 στεκόμουν δίπλα από την αφετηρία. Ήμουν συγκινημένος κι ελαφρώς βουρκωμένος από τη συναισθηματική φόρτιση που μου προκαλούσε η ιερότητα του χώρου, αλλά και ο αγώνας. Το διπλανό γήπεδο, που αποτελεί το χώρο προθέρμανσης, γέμιζε κόσμο όσο περνούσε η ώρα και η ατμόσφαιρα είχε αρχίσει να ζεσταίνεται τόσο μεταφορικά όσο και κυριολεκτικά.
Πήγα πίσω από ένα κτήριο, έβαλα βαζελίνη στα πόδια και τις μασχάλες, για να αποφευχθούν οι ερεθισμοί, φόρεσα τη ζώνη με τα τζελάκια, εκείνη των καρδιακών παλμών, τον αριθμό μου, το καπέλο μου, τα γυαλιά μου με φακούς για συννεφιά και τοποθέτησα το φουλάρι στο χέρι, για να σκουπίζω τον ιδρώτα όσο θα έτρεχα.
Διατείνονται οι υπεύθυνοι ότι οργανωτικά ο αγώνας ήταν εξαιρετικός. Εξαιρετικός κατά τη γνώμη μου ήταν ο 3ος Εορδαϊκός Ημιμαραθώνιος και μάλιστα από την άποψη της αξίας προς την τιμή δεν χωράει αμφιβολία. Δεν έχω την εμπειρία αντίστοιχων αγώνων στο εξωτερικό και δεν μπορώ να κάνω τη σύγκριση. Θλίψη όμως προκαλούν το φθαρμένο ταρτάν του γηπέδου στο Μαραθώνα, οι φορητές τουαλέτες εντός του αγωνιστικού χώρου με ουρά αναμονής, που δεν επέτρεπε σε κανένα να κάνει σωστά ζέσταμα, και η ξεθωριασμένη μπλε λωρίδα της διαδρομής, η οποία τελευταία φορά πρέπει να βάφτηκε το 2004. Ο Μαραθώνιος της Αθήνας αποτελεί τουριστικό προϊόν και καθετί που τον αφορά πρέπει να λάμπει και να διαφυλάσσεται ως κόρη οφθαλμού, όπως είπε και ο Χρήστος, ο δάσκαλος της κόρης μου στο τάε κβο ντο.
Στις 8:30 παρέδωσα τα προσωπικά μου είδη στο φορτηγό και επέστρεψα στο γήπεδο για ζέσταμα. Στις 8:45 στάθηκα στη γραμμή της αφετηρίας. Η εκκίνηση δόθηκε κατά τμήματα. αφού οι αθλητές χωρίστηκαν σε 8 γκρουπ (μπλοκ). Οι καλύτεροι -ελίτ, πανελληνιονίκες και κάτοχοι των καλύτερων επιδόσεων- ήταν μπροστά και ξεκίνησαν πρώτοι. Ακολούθησαν οι καλύτεροι ερασιτέχνες με επίδοση μέχρι το 3:20-3:30 οι οποίοι ξεκίνησαν 1 λεπτό αργότερα κι έπειτα οι υπόλοιποι, αναλόγως των επιδόσεών τους σε προηγούμενους μαραθώνους της περιόδου 2012-2014. Στο τελευταίο γκρουπ βρίσκονταν οι πρωτάρηδες. Το κάθε γκρουπ χρονομετρήθηκε ηλεκτρονικά, αυτόνομα και δεν υπάρχει περίπτωση κάποιος να αδικηθεί. Η Γαζέα και ο Μερούσης, οι περσινοί Έλληνες νικητές, διάβασαν τον όρκο και οι αρχές του τόπου παρουσία μεγάλων αθλητών από το εξωτερικό έδωσαν την εκκίνηση. Βρισκόμουν στο 4ο μπλοκ, λόγω της επίδοσης που είχα πετύχει το 2012, κι αισθανόμουν τυχερός κι ευγνώμων που στεκόμουν ξανά εκεί. Συνάμα, άλλο να έχεις μπροστά σου 11.000 δρομείς κι άλλο 3.500 και μάλιστα κάποιον πολύ αργό. Το μυαλό μου εκείνη τη στιγμή ταξίδευε σε όλη τη διαδρομή σκεπτόμενος τα περάσματα που έπρεπε να κάνω. Στις 9:07 ο αρχηγός της Πυροσβεστικής έδωσε την εκκίνηση του δικού μας μπλοκ. Χρωματιστά μπαλόνια και βεγγαλικά στον ουρανό, με μουσική υπόκρουση το θέμα από την ταινία «Επικίνδυνες αποστολές» και τον εκφωνητή να μας εύχεται καλό αγώνα σε ελληνικά και αγγλικά.
Όλα πήγαιναν όπως τα είχα υπολογίσει μέχρι το 25ο χλμ. Η θεία μου η Μαρία, όπως και την προηγούμενη φορά, βρισκόταν στο 16ο χλμ, και πανηγύριζε μόλις με είδε δίνοντάς μου κουράγιο. Το πέρασμά μου στον ημιμαραθώνιο ήταν ελαφρώς πιο αργό αλλά όλα έβαιναν καλώς. Την προηγούμενη φορά κοντά στο Πικέρμι, στο 24ο χλμ, μου είχαν κοπεί τα πόδια μόλις αντίκρισα τον Υμηττό αλλά τώρα ήμουν καλύτερα, πιο προετοιμασμένος τόσο ψυχολογικά όσο και σωματικά για το τι με περίμενε. Στο 30ο και στο 31ο χλμ, όμως άρχισα να κουράζομαι πολύ. Η μέρα ήταν ζεστή με έντονη υγρασία κι ο ήλιος έκανε την ατμόσφαιρα να θυμίζει καλοκαίρι, κάτι που δεν βοηθάει τους πιο πολλούς δρομείς. Προσωπικά εμένα καθόλου. Πέρασμα κάτω από τη γέφυρα στο Σταυρό κι επιτέλους ξεκινάει η κατηφόρα προς την Αγία Παρασκευή. «Τώρα είναι η ώρα να επιταχύνω όπως επιθυμούσα», σκέφτηκα. Το μεν πνεύμα πρόθυμο, τα δε πόδια όμως βαριά. Πολύ βαριά!
Η κατηφόρα μπορεί να σε παρακινεί να τρέξεις, δεν παύει όμως να σε κουράζει. Κι αν είσαι ήδη κουρασμένος, σε κουράζει διπλά. «Πάει στράφι ο σχεδιασμός», είπα μέσα μου. Ο στόχος τώρα ήταν να τερματίσω, καλύτερα από την προηγούμενη φορά. Ένιωθα ότι το είχα και συνέχισα να τρέχω χωρίς να πιέζομαι. Και να ήθελα δεν μπορούσα δηλαδή, ενώ πολλές φορές μου πέρασε από το μυαλό να τα παρατήσω. Στο 38ο είδα την αγαπητή Ρούλα, στο 39ο το φίλο μου τον Παύλο, πάλι τα τύμπανα στο Χίλτον και να σου στη στροφή της Ηρώδου του Αττικού. Αυτός ο δρόμος μου φάνηκε ατελείωτος, μιας και είχαν εξαντληθεί όλες οι δυνάμεις μου. Με μόνη σκέψη ότι με περιμένει ο πατέρας μου κι ο αδερφός μου στο Στάδιο (και ότι εκεί θα βγουν φωτογραφίες και το βίντεό μου) τα έδωσα όλα και πέρασα τη γραμμή του τερματισμού σε 3:46:56.
Προσωπικό ρεκόρ μεν, αλλά ένιωθα ότι μπορούσα να τα πάω καλύτερα. Ναι, ήταν ο στόχος κάτω από 3:50 και τον πέτυχα, ίσως όμως μπορούσα να φτάσω κάτω από 3:40. Ακολούθησα λάθος τακτική, γιατί έθεσα λάθος στόχο. Χρειαζόταν να τρέξω ακόμη πιο αργά στην αρχή, αλλά δεν πειράζει. Εδώ τερμάτισα για δεύτερη φορά μαραθώνιο κι ένιωθα ξανά νικητής. Όλα τα άλλα είναι λεπτομέρειες. Την επόμενη φορά θα τα πάω καλύτερα.
Ο αδερφός μου ο Μάκης βρισκόταν δίπλα μου στον τερματισμό και ο πατέρας μου στο πέταλο της εξέδρας να με χαιρετάει. Με το Μάκη είχαμε συζητήσει για τις καιρικές συνθήκες ότι δηλαδή θα είχε, σύμφωνα με τις προβλέψεις, συννεφιά με βροχή το μεσημέρι και με πείραξε λέγοντάς μου «άντε και στη Σαχάρα την επόμενη φορά». Δεν είχα κουράγιο ούτε να γελάσω. Περπατούσα σαν μεθυσμένος κινούμενος προς τις κοπέλες που με περίμεναν, για να μου περάσουν το μετάλλιο της συμμετοχής μου στο λαιμό.
Συνέχισα ζαλισμένος μέχρι το χώρο παραλαβής των προσωπικών μας αντικειμένων. Η απόσταση ήταν περίπου 500 μ. κι έκανα 10 λεπτά μέχρι να φτάσω. Η τσάντα μου ήταν βαριά και μόλις τη σήκωσα ένιωσα ότι δύσκολα θα μπορούσα να την κουβαλήσω πίσω στο γήπεδο. Έκατσα στο πεζοδρόμιο. Ο ήλιος του μεσημεριού με χτυπούσε κατακούτελα. Ζαλίστηκα. Κοίταξα το ρολόι που έδειχνε 13:10. Ξάπλωσα πίσω, έκλεισα τα μάτια μου και σηκώθηκα λίγο πιο μετά, όπως νόμιζα. Το ρολόι έδειχνε 13:55. Οι δικοί μου μέσα στο στάδιο είχαν τρελαθεί από την αγωνία και δεν είχα το κινητό, για να επικοινωνήσω μαζί τους εκείνη τη στιγμή.
Τώρα που γράφω, νιώθω πολύ άσχημα που τους παράτησα, άθελά μου βέβαια, αλλά δεν μπορούσα σε καμία περίπτωση να πράξω διαφορετικά. Σηκώθηκα κι έκατσα στο παγκάκι πιο πίσω, εξαντλημένος, πίνοντας ό,τι υγρό είχα πάρει μαζί μου από τον πάγκο ανεφοδιασμού βγαίνοντας εκτός σταδίου. Χυμούς, νερό, ισοτονικά. Έψαξα τη σακούλα μπας και είχε κάτι να φάω και βρήκα μια μπανάνα. Αναγούλιασα όταν την είδα, γιατί είχα φάει ήδη τρεις κατά τη διάρκεια του αγώνα. «Κανένα σαντουιτσάκι ρε παιδιά», είπα με παράπονο κι απαντάει ο διπλανός μου, «πες τα ρε φίλε». Θυμήθηκα τη μακαρονάδα στο τέλος του αγώνα στην Πτολεμαΐδα, προσφορά των διοργανωτών.
Λίγο αργότερα ανέκτησα κάπως τις δυνάμεις μου κι επέστρεψα σπίτι, όπου με περίμεναν για φαγητό. Είναι πολύ γλυκιές οι οικογενειακές συγκεντρώσεις, ειδικά όταν δεν μπορείς να βρίσκεσαι συχνά με τους δικούς σου, είτε λόγω απόστασης είτε λόγω άλλων υποχρεώσεων. Πόσο μάλλον όταν σε υποδέχονται σαν ήρωα, αφού λόγω του αγώνα, είσαι το πρόσωπο της ημέρας. Φάγαμε, ήπιαμε, γελάσαμε, κουβεντιάσαμε και το απόγευμα τους αποχαιρέτησα, για να βρω τους φίλους μου και να επιστρέψουμε πίσω στα σπίτια μας αργά το βράδυ.
Η συμμετοχή σε μαραθώνιο αποτελεί το γεγονός της χρονιάς για κάθε ερασιτέχνη δρομέα μεγάλων αποστάσεων. Το πολύ δύο τέτοιοι αγώνες σε αγωνιστικό ρυθμό, προτείνονται από τους ειδικούς μέσα σε ένα έτος. Μπορεί να μην είναι πρώτης προτεραιότητας ζήτημα, δεν θα φας από αυτό, αλλά σε γεμίζει δύναμη. Επίσης καθορίζει το πρόγραμμα της οικογένειας, όχι μόνο το δικό σου, για όλη τη χρονιά.
Χωρίς τη στήριξη των ανθρώπων μας – πιο σωστά την ανοχή τους – δεν μπορείς να εξασκείς τέτοιες δραστηριότητες.
Κι αυτό είναι σημαντικό να το θυμόμαστε πάντα και να το εκτιμάμε με εφαρμογή σε οτιδήποτε επίσης μας τρώει χρόνο.
Να επισημάνω ακόμη ότι για πρώτη φορά ο αδερφός μου κι ο πατέρας μου ήρθαν και με είδαν να εξασκώ το χόμπι μου, ελπίζω μετά από αυτό που έγινε να μην ήταν και η τελευταία. Συγκινούμαι όταν το σκέφτομαι. Σε καθετί που κάνουμε θέλουμε πάντα να υπάρχει αγάπη και αποδοχή. Κι από το οτιδήποτε πάντα μπορεί να προκύψει ένα συμπέρασμα, κάτι που θα σε κάνει σοφότερο στη ζωή. Ραντεβού του χρόνου το Νοέμβριο ξανά…
Σπύρος Γκαραβέλλας
Καθηγητής Μαθηματικών
Email: spyrosgar@hotmail.com
Fb: Σπύρος Γκαραβέλλας